- εὐκατοίκητος
- εὐκατ-οίκητος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκατοίκητος — εὐκατοίκητος, ον (Α) ο κατάλληλος για ενοίκηση, για κατοίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ οικητος (< κατ οικώ), πρβλ. α κατ οίκητος, πετρο κατ οίκητος] … Dictionary of Greek
εὐκατοίκητον — εὐκατοίκητος convenient for dwelling in masc/fem acc sg εὐκατοίκητος convenient for dwelling in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)