εὐκατοίκητος

εὐκατοίκητος
εὐκατ-οίκητος, ον,
A convenient for dwelling in, gloss on εὔκτιτος, Sch.E.Or.1621.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευκατοίκητος — εὐκατοίκητος, ον (Α) ο κατάλληλος για ενοίκηση, για κατοίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ οικητος (< κατ οικώ), πρβλ. α κατ οίκητος, πετρο κατ οίκητος] …   Dictionary of Greek

  • εὐκατοίκητον — εὐκατοίκητος convenient for dwelling in masc/fem acc sg εὐκατοίκητος convenient for dwelling in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”